28η Οκτωβρίου – απόσπασμα από το διήγημα “Πέπλο στο χρόνο” – Ελένη Σταθοπούλου

28η Οκτωβρίου – απόσπασμα από το διήγημα “Πέπλο στο χρόνο” – Ελένη Σταθοπούλου

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και η Άννα έγινε μια πανέμορφη κοπέλα με κείνη τη λάμψη στο βλέμμα, που της έδινε ακαταμάχητη γοητεία.Τη λάτρευαν όλοι, και οι παππούδες και οι θείοι της. Ήταν ό,τι πολύτιμο είχαν φέρει μαζί τους. Ήταν πλάσμα με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη.

Είχε αποφοιτήσει από την ελληνογαλλική σχολή Jeanne D’ arc κι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος τη βρήκε φοιτήτρια στην επαγγελματική και οικοκυρική σχολή θηλέων Πειραιά, που λειτουργούσε σε κτίριο στην πλατεία Κοραή και κάτω από τη διοίκηση της διευθύντριας Σοφίας Συκιώτου είχε την καλύτερη φήμη. Λογω τού πολέμου, το δίπλωμά της το πήρε το 1943, τις μέρες τής γερμανικής κατοχής. Ως αριστούχος έγινε δασκάλα στην ίδια τη σχολή της.

Είχε ταλέντο στον σχεδιασμό ρούχων. Μάλλον κληρονομιά από τον προπάππου της, τον Κωνσταντή. Σαν διπλωματική εργασία είχε φανταστεί και ράψει ένα υπέροχο νυφικό από μετάξι. Ήταν πανέμορφο σε κείνους τους άσχημους καιρούς. Το πέπλο του, κεντημένο με πέρλες, ήταν βγαλμένο από παραμύθι. Το είχε φτιάξει για την ίδια κι όχι για να πουληθεί στο περίπτερο τής σχολής.

Ήταν ερωτευμένη με τον Στρατή, που σπούδαζε μηχανικός κι εργαζόταν στο γραφείο τού πατέρα της. Καταγόταν κι εκείνος από τις αλησμόνητες πατρίδες. Είχε γεννηθεί στο Αϊδίνι κι είχε έρθει δυο χρόνων αγοράκι με πλοίο στον Πειραιά. Η οικογένειά του έμενε στην Καλλίπολη. Όταν τον συνάντησε, ο έρωτας άναψε αστραπές στα φυλλοκάρδια τους και γέμισε το σύμπαν ουράνια τόξα.

Αρραβωνιάστηκαν του Αγίου Δημητρίου στα 1940, ημέρα τής γιορτής τού πατέρα της. Η χαρά και το γλέντι ήταν τρικούβερτο στην εσωτερική αυλή των σπιτιών τής οικογένειας μέχρι τα ξημερώματα. Όλοι συμμετείχαν κι ευλόγησαν την αγάπη των δυο νέων, που διατράνωνε τη δύναμη της ζωής απέναντι στη μοχθηρία τού πολέμου, που μαινόταν στην Ευρώπη.

Τη μεθεπόμενη άρχισε ο πόλεμος. Η Άννα στο λιμάνι τού Πειραιά αποχαιρέτησε τον Στρατή, με κουβαριασμένη την ψυχή από τον πόνο. Αυτός επιβιβάστηκε σ΄ έν΄ αντιτορπιλικό, που μετέφερε άνδρες, ζώα, πυροβόλα και οχήματα στο μέτωπο κι αργότερα στρατιώτες με κρυοπαγήματα και τραυματίες πίσω. Μολονότι συμμετείχε στον βομβαρδισμό των ιταλικών θέσεων στη Σαγιόσα και στις τρεις ριψοκίνδυνες επιδρομές στο στενό τού Οτράντο, κατάφερε να γυρίσει στην αγκαλιά της σώος κι αβλαβής. Όμως, λίγες μέρες αργότερα, εγκλωβισμένος στ’ αντιτορπιλικό του, τραυματίστηκε σοβαρά στην αιφνιδιαστική επίθεση των γερμανικών αεροσκαφών στον Σαρωνικό.

*

Πριν έντεκα μέρες είχε μπει καινούρια χρονιά, το 1944. Η γερμανική κατοχή συνεχιζόταν. Ένα ηλιόλουστο πρωινό Τρίτης αστραποβολούσε στη θάλασσα, όταν κατά τις έντεκα η μάνα τού Στρατή ήρθε και πήρε τον μικρό Αναστάση, που είχε ήδη αποκοιμηθεί στο καροτσάκι, αφού τον είχε θηλάσει η Άννα. Αυτή σήμερα δεν θα πήγαινε στη Σχολή. Αφού θα έκανε κάποιες δουλειές στο σπίτι, θα περνούσε από κει που έπρεπε ν΄ αφήσει κάποιο μήνυμα και μετά θα ΄παιρνε από τη γιαγιά τον θησαυρό της. Ανήκε σε μια αντιστασιακή οργάνωση και πειθαρχούσε μ΄ άκρα μυστικότητα κι ευλάβεια σ΄ ό,τι της έλεγαν να κάνει κάτω από τη μύτη των Γερμανών.

Όσο συγύριζε τραγουδούσε τ΄αγαπημένο της μινόρε, αυτό που τό ΄λεγε μαζί με τον πατέρα της, όταν ήταν μικρη, Σήμερα, είχε μια μεγάλη χαρά, που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Σκέφτηκε τον Στρατή και, κοιτάζοντας τον εαυτό της να λάμπει από ικανοποίηση στον μεγάλο καθρέφτη, χαμογέλασε χορτασμένη από τον έρωτά του, που της τον είχε προσφέρει απλόχερα τη νύχτα. Άνοιξε την ντουλάπα με τ΄ ασπρόρρουχα και τά ΄δε κρεμασμένα στο πάνω μέρος. Τα πήρε, έβγαλε την πάνινη θήκη και τ΄ακούμπησε στο στήθος. Τ΄άγγιξε με τα δάχτυλα και τα χάιδεψε με το μάγουλο. Ήταν το νυφικό και το πεπλο της. Τα γνώριζε καλά. Αυτή είχε ψωνίσει τα υφάσματα, αυτή τα ειχε σχεδιάσει κι αυτή είχε φτιάξει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ήταν ανεκτίμητης αξίας για τη ζωή της.

Τα είχε φορέσει στον γάμο της με τον καλό της. Έγινε μετά την ανάρρωσή του, παραμονή τ΄ Αγίου Δημητρίου στα 1942, στην εκκλησία τού Αγίου Βασιλείου. Απλά και με λιγοστά μέσα, λόγω της κατοχής τής χώρας. Όσο και να σκίαζε τα πάντα η σκλαβιά κι ο φόβος, η νύφη κι ο γαμπρός ήταν πανέμορφοι. Ξεκινούσαν μια καινούρια ζωή εν μέσω των τυμπάνων τού πολέμου και των συναγερμών για επικείμενους βομβαρδισμούς.

Μεγάλη πείνα είχε πέσει σ΄ Αθήνα και Πειραιά. Είχε ακολουθήσει την αρπαγή των πόρων τής Ελλάδας από τους κατακτητές, την ανεργία, τη φτώχεια, τον θαλάσσιο αποκλεισμό των συμμάχων, την έλλειψη τροφίμων και τον μαυραγοριτισμό. Εκείνες τις μέρες τα είχαν καταφέρει με τη βοήθεια μιας φίλης τής πεθεράς της, που ήταν απ΄ ένα χωριό τής Κορινθίας κι ένας ξάδελφός της κρυφά τούς έφερνε τ΄ άκρως απαραίτητα να επιβιώσουν.

Είχε ξεχαστεί να κοιτάγεται στον καθρέφτη με το πέπλο στα μαλλιά της και τις θύμησες, όταν άκουσε τον συναγερμό. Κοίταξε ασυναίσθητα το ρολόι. Ήταν μία παρά εικοσιπέντε. Αν κι ένοιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, προσπάθησε να δείξει ψυχραιμία. Κάτι τέτοιο ήταν τόσο συνηθισμένο. Τον προηγούμενο μήνα οι αγγλικές δυνάμεις είχαν πάλι βομβαρδίσει. Τώρα, όσοι έπιαναν παράνομα τη ραδιοσυχνότητα του Καΐρου έλεγαν ότι ο Πειραιάς επρόκειτο πάλι να βομβαρδιστεί από τις συμμαχικές δυνάμεις και ήταν διάχυτη στους Πειραιώτες μια τέτοια απειλή. Έπρεπε να φύγει γρήγορα, να εκτελέσει την αποστολή της και να προλάβει να πάρει τον μικρό της να κρυφτούν. Ο Στρατής είχε πάει για δουλειά στην Αθήνα και στο γραφείο κάτω ήταν μόνος ο πατέρας της, ο Αναστάσης.

Τύλιξε το πέπλο γρήγορα στην κρεμάστρα και τα κρέμασε όλα, ξεχνώντας να τα βάλει στην πάνινη θήκη τους. Έκλεισε την ντουλάπα, ντύθηκε βιαστικά, πήρε την τσάντα της με τις προκηρύξεις και, πριν βάλει το πόδι στο πρώτο σκαλί, σκέφτηκε να πάρει λίγα ακόμη ρουχαλάκια για τον γιο της. Γύρισε πίσω, όσο τ΄ αμερικάνικα βομβαρδιστικά πετούσαν πάνω από την πόλη κι άδειαζαν βόμβες.

Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα, για να κατέβει τη σκάλα, μια από δαύτες καρφώθηκε στο σπίτι της. Στο σπίτι τού πατέρα της, που από τότε που παντρεύτηκε της το είχε δώσει κι έμενε με την μάνα της δίπλα στο σπίτι τού παππού της Δημητρού. Μ΄εκκωφαντικό θόρυβο και λάμψη η εφιαλτική αγκαλιά ενός ισχυρού ωστικού κύματος, τραβώντας προς τα κάτω, έσπειρε τον θάνατο. Πήρε τη ζωή πατέρα και κόρης, πριν καν καταλάβουν τι συμβαίνει. Άνοιξε μια μεγάλη κάθετη τρύπα καταμεσίς. Μια τρύπα, που ποτέ δεν κλείστηκε!

Share this post