Πρώτη μέρα στο σχολείο
Της Ελένης Σταθοπούλου
Σεπτέμβριος 1959. Η πρώτη μου μέρα στο σχολείο. Δεν θυμάμαι και πολλά. Πάνε τόσα χρόνια. Ήμουν μόλις πεντέμισι χρόνων. Όλοι έλεγαν ότι ήμουν πολύ μικρή, για να πάω, κι εγώ καμάρωνα, γιατί θεωρούσα ότι το να πηγαίνεις σχολείο ήταν πολύ σπουδαίο. Άλλωστε, κάτι είχε πάρει το αυτί μου. Εκεί που γύριζα γύρω-γύρω από τη μια από τις δυο κολόνες, που κρατούσαν το υπόστεγο μπροστά στου παππού μου το μαγαζί, τραγουδώντας, το είχα ακούσει Ο πατέρας μου είχε ρωτήσει τον παπά, που ήταν και Διευθυντής τού Δημοτικού, τι να κάνει με μένα, που όλο χορεύω και τραγουδώ κι αυτός του είπε να με στείλει Σχολείο. Έτσι έγιναν όλα, τόσο απλά.0
Θυμάμαι που χτύπησε πρωί-πρωί η καμπάνα και μετά από λίγο το σήμαντρο. Για το τελευταίο είχα μάθει ότι φώναζε τα παιδιά να πάνε σχολείο κι έπρεπε να ξεκινήσω αμέσως. Δεν με συνόδευσε κανείς. Άλλωστε, μου είχαν δοθεί οδηγίες και μια μικρή ανηφόρα ήταν μέχρι αυτό και την ήξερα. Λίγο μετά το σπίτι συνάντησα τις φίλες, που παίζαμε τα απογεύματα, τη Μαργαρίτα και τη Δήμητρα, και προχωρήσαμε μαζί. Είδα τη μάνα μου στο βορινό πάνω παράθυρο να μας κοιτάει, που περάσαμε τη γέφυρα, μέχρι που χαθήκαμε από το οπτικό της πεδίο.
Κρατούσα μια δερμάτινη τσάντα, κάπως μεγάλη, τώρα που το σκέφτομαι, για ένα μικρό κοριτσάκι, στο ένα χέρι. Το προηγούμενο βράδυ την είχα φτιάξει με τη φροντίδα τού μεγαλύτερου αδελφού μου. Είχαμε βάλει μέσα το αλφαβητάρι τής Α΄ Δημοτικού, κάποια μικρά τετράδια, από αυτά που είχαν πίσω την προπαίδεια, ένα μπλοκ ιχνογραφίας και μια ξύλινη κασετίνα με κάτι πολύχρωμα λουλούδια απέξω. Άνοιγε συρταρωτά. Μέσα είχε δυο καλοξυσμένα μολύβια, έξι χρωματιστές μπογιές και μια σβήστρα και μια ξύστρα σε ειδικές θέσεις. Στο άλλο βαστούσα ένα αλουμινένιο κουπάκι, που μέσα του είχα βάλει αρκετό κακάο και ζάχαρη, ανακατεμένα, κι ένα μικρό κουτάλι
Σαν φτάσαμε, αεβήκαμε τα έξι μικρά σκαλοπάτια και βρεθήκαμε στο προαύλιο. Ήταν πολλά παιδιά μαζεμένα εκεί, μπροστά στο παλιό πέτρινο κτήριο, που έστεκε επιβλητικό κάτω από την εκκλησία τού Άγιο-Θανάση. Στην κεντρική τοξωτή ξύλινη πόρτα με τον τρίγωνο φεγγίτη πάνω της και τα τέσσερα μεγάλα, παραλληλόγραμμα παράθυρα δεξιά κι αριστερά, στο πάνω μεγάλο σκαλί από τα τρία, που υπήρχαν, φάνηκαν οι δάσκαλοι. Ο ένας δίπλα στον άλλον, αυστηροί και με μια χοντρή βέργα στο χέρι. Στη μέση δέσποζε η παρουσία τού πανύψηλου παπά – Διευθυντή. Εμείς οι τρεις φίλες είχαμε μαζευτεί η μια δίπλα στην άλλη. Είμαστε τόσο μικρές και η καρδιά μας χτυπούσε δυνατά στα στήθη από τον φόβο για το άγνωστο.
Ο μπάρμπα- Γιάννης, ο επιστάτης, σε λίγο άρχισε να γυρνά ανάμεσά μας και να χτυπά το κουδούνι, που το κρατούσε από το ξύλινο χερούλι του. Ένας δάσκαλος κατέβηκε και μας είπε ν΄ αφήσουμε τα πράγματά μας κάτω, δίπλα μας, να σχηματίσουμε γραμμές σε τριάδες ανά τάξεις και να στοιχηθούμε, προτείνοντας κι ακουμπώντας ο ένας τα χέρια στους ώμους τού άλλου. Αφού το κάναμε, μας έδωσε το παράγγελμα να κατεβάσουμε τα χέρια, να σταθούμε ανάπαυση και μετά προσοχή. Εμείς, οι τρεις φίλες, βρεθήκαμε στις πρώτες γραμμές και τόσο κοντά, που μια μια ανάσα μάς χώριζε από τους δασκάλους, που ήταν ψηλότερα. Εκεί πρόσεξα τη δασκάλα, που δεν κρατούσε βέργα. Ήταν μεγάλη στα χρόνια και παχιά, μα είχε ένα καλοσυνάτο πρόσωπο, που μου άρεσε. Έκλεισα τα μάτια κι ευχήθηκα να είναι αυτή η η δασκάλα μας. Χτες, που είχε γίνει ο Αγιασμός, αυτή μας είχε πάει μέχρι την τάξη μας, και ήταν τόσο καλή, μας μιλούσε τόσο γλυκά.
Ακολούθησε η προσευχή και η έπαρση τής σημαίας με τον Εθνικό ύμνο. Στάθηκα προσοχή κι έψελνα με δυνατή φωνή, γιατί μου άρεσε και τον είχα μάθει καλά. Ύστερα μας είπαν να περάσουμε στις τάξεις, όπου μας είχαν βάλει την προηγούμενη, να αφήσουμε τις τσάντες και να βγούμε έξω με τα κουπάκια μας στα χέρι. Ο ένας πίσω από τον άλλο, κρατώντας ο καθένας το δικό του, περάσαμε από ένα, στρογγυλοκαθισμένο πάνω σ΄ ένα σιδερένιο τρίποδο, κατάμαυρο καζάνι, που κάτω του ήταν μια μισοσβησμένη φωτιά. Η κυρά Βασιλική, η γυναίκα τού επιστάτη, με μια βαθιά κουτάλα μάς έριχνε μέσα στο κουπάκι γάλα κι αυτός δίπλα της μας έδινε ένα κομμάτι κίτρινο τυρί Ολλανδίας. Μας άφησαν χρόνο να πιούμε και να φάμε. Το γάλα δεν μου άρεσε, γιατί την καπνίλα του δεν την έκοβε το κακάο, που μου είχε μείνει λίγο στον πάτο, επειδή όλο κι άφηνα να παίρνει όποιος μου ζητούσε. Το έδωσα στη Δήμητρα, που τής άρεσε. Έφαγα μόνο το τυρί.
Ξαναχτύπησε το κουδούνι ο μπάρμπα Γιάννης και πήγαμε στις αίθουσες. Η δική μας ήταν έξω από το μεγάλο κτήριο, σ΄ ένα μικρο σπίτι δίπλα. Στενή και χαμηλοτάβανη, με άδειους τοίχους. Χωρίς ήρωες και χάρτες, όπως μου είχαν πει και περίμενα να τους δω και να τους χαζέψω. Μόνο μια εικόνα τής Παναγίας με τον Χριστό μικρό στην αγκαλιά της υπήρχε πάνω από την έδρα. Βρεθήκαμε στριμωγμένοι, καθισμένοι σε θρανία ανά τρεις, που έφτιαχναν δυο μακρόστενες σειρές, τη μια δίπλα στην άλλη. Ήταν ξύλινα και μεγάλα, άλλα πράσινα κι άλλα μαύρα, και τα έλεγαν μαούνες. Κάτω είχαν ξύλο, για ν΄ ακουμπάμε τα πόδια μας. Εμείς, τα τρία κοριτσάκια, καθίσαμε μαζί στο δεύτερο δεξιά. Τα δικά μου πόδια δεν έφταναν κάτω και ήταν κρεμασμένα στον αέρα, μα δεν με πείραζε, γιατί πού και πού τα κουνούσα. Άλλωστε, αυτή ήταν η αγαπημένη μου συνήθεια
Όταν εμφανίστηκε η δασκάλα στην πόρτα, σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι. Αυτή πήγε στην έδρα, πάνω σ΄ ένα βάθρο, μας καλωσόρισε κι άρχισε να φωνάζει τα ονόματά μας. Ήθελε, λέει, να μας γνωρίσει. Σηκώθηκα με ορμή, όταν άκουσα το δικό μου, φώναξα το “παρούσα” και ξανακάθισα. Τ΄ αγόρια, που ήταν στα τελευταία θρανία, ήταν πιο ψηλά και πιο μεγάλα και τα έλεγαν “γερουσία”, που στην αρχή δεν κατάλαβα τι σήμαινε. Αργότερα έμαθα ότι είχαν μείνει στην ίδια τάξη, γιατί πέρυσι, αντί να πηγαίνουν σχολείο, έτρεχαν στις ελιές και χτύπαγαν σπουργίτια με τα λάστιχα. Γι αυτό κι ο Διευθυντής το πρωί είχε πει με αυστηρό ύφος, που δεν μου άρεσε καθόλου, ότι αν πιάσει κάποιον με λάστιχο θα τον τιμωρήσει αυστηρά. Και η τιμωρία ήταν, όπως άκουσα από τους μεγαλύτερους να λένε, να τον κλείσει στο υπόγειο και να μην τον αφήσει να πάει να φάει το μεσημέρι σπίτι του. Κι αυτό δεν μου άρεσε, όπως και το ότι αυτά τα παιδιά χτυπούσαν τα καημένα τα σπουργίτια. Το κουβέντιασα με τις φίλες μου και είχαν κι αυτές την ίδια γνώμη.
Στη συνέχεια η δασκάλα μάς είπε να βγάλουμε το αναγνωστικό, ένα τετράδιο και τα μολύβια μας. Θα μαθαίναμε το πρώτο γράμμα, το α. Σηκώθηκε, πήρε την κιμωλία και το έγραψε στον πίνακα. Μου άρεσε πολύ το αναγνωστικό. Η Άννα και ο Μίμης στο εξώφυλλο, που το κρατούσαν στο χέρι κάτω από το δέντρο. Ήταν η αρχή στο ταξίδι τής γνώσης και πίστευα ότι αυτό θα ήταν και για μένα γεμάτο χαρά κι ομορφιά, όπως τις έβλεπα να φωτίζουν τα πρόσωπα αυτών των δυο παιδιών. Άνοιξα το τετράδιο, όπως μας είπε η καλή κυρία, και με το μολύβι μου σχημάτισα το πρώτο γράμμα τής πρώτης μέρας τής σχολικής μου ζωής. Έφτιαξα το άλφα, που μου άρεσε τόσο πολύ. Ένα στρογγυλό κουλούρι και μια μαγκουρίτσα κολλημένη στο πλευρό του. Έτσι μας είπε η κυρία Ασημίνα. Το ένιωθα προστατευμένο κι όχι ανυπεράσπιστο, σαν το μοναχικό και κλειστό όμικρον. Εκείνη τη μέρα κάναμε και αριθμητική. Μάθαμε και το ένα, με τη βάση του και τη μύτη του. Στα διαλείμματα προσπαθούσαμε να βρούμε τον χώρο μας, γιατί είμαστε πρωτάκια. Οι μεγάλοι δεν μας έδιναν σημασία και στα μάτια μας φαίνονταν σπουδαίοι.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τι φορούσα ή τι φορούσαν τ΄ άλλα κορίτσια. Θυμάμαι μόνο τα κοντά παντελόνια των αγοριών και το ξυρισμένο τους κεφάλι, που κατά τόπους ήταν άδειο από μαλλιά. Θυμάμαι που διψούσα πολύ σε κάποιο διάλειμμα και δεν ήξερα τι να κάνω. Τότε στο χωριό δεν υπήρχαν βρύσες, παρά πηγάδια. Στο σπίτι δεν προλάβαινα να πάω και είπα στις άλλες να πάμε στο σπίτι τής θεια – Γιώργαινας, που ήταν δίπλα. Ήταν φίλη τής γιαγιάς μου και είχα πάει πολλές φορές. Ανοίξαμε την ξύλινη πόρτα της, τη χαιρετήσαμε και της ζήτησα νερό. Μας έδειξε ένα πιθάρι στην άκρη τής αυλής, σκεπασμένο μ΄ ένα πανί κι ένα ταψί αποπάνω. Ήρθε, το ξεσκέπασε, ήπιαμε με μια βαθιά κουτάλα, που τη βουτήξαμε μέσα πολλές φορές, και ξεδιψάσαμε. Το νερό ήταν βρόχινο, αλλά εμείς το ευχαριστηθήκαμε. Θεια-Γιώργαινα, εξήντα χρόνια μετά, σ΄ ευχαριστώ για την καλοσύνη σου, γα το νερό, που μας έδωσες με τόση αγάπη εκείνα τα χρόνια μας και για την αποδοχή που μας πρόσφερες!
Στις 12 χτύπησε το κουδούνι και σχολάσαμε για πρωί. Ξεχυθήκαμε για τα σπίτια μας, να φάμε. Στις τρεις το μεσημέρι θα ξαναρχόμαστε για το απογευματινό μάθημα. Πάλι θα χτύπαγε το σήμαντρο και θα κάναμε δυο ώρες. Πάλι θα έβλεπα τις φίλες μου και θα καθόμαστε δίπλα-δίπλα στο θρανίο. Πάλι θα άκουγα την τόσο καλή κυρία Ασημίνα, που δεν είχε βέργα, να μου λέει πράγματα κι εγώ να τα ρουφώ. Αυτή που υπήρξε παντοτινά η δασκάλα τής καρδιάς μου.
Και τι δεν θα έδινα να μπορούσα να ξαναζήσω εκείνη την πρώτη μέρα, τώρα που χόρτασα τα γράμματα, που χάθηκα στον κόσμο τους κι άκρη δεν έβγαλα για το πού βρίσκει κανείς τη χαρά και πού μαθαίνει να ζει καλά τη μοναδική κι ανεπανάληπτη ζωή του !